- λευκογραφίς
- λευκογραφίςclay for painting whitefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκογραφίς — λευκογραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία 2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα γραφίς, υπο γραφίς] … Dictionary of Greek
λευκογραφίδα — λευκογραφίς clay for painting white fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκογραφίδος — λευκογραφίς clay for painting white fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MOROCHTHIS Gemma — Dioscoridi λευκογραφὶς et γαλαζίας; Aetio μοροζὸς, ab Aegyptiis adhibita olim, ad dealbanda lintea: ᾧ χρῶνται, inquit, ςτιλπνοῦντες τὰς ὀςθόνας. Dioscorides, ᾧ καὶ ὁι ὀςθονοποιοὶ πρὸς λεύκωσιν τῶ ἱματίων χρῶνται, μαλακῷ καὶ ἐυανέτῳ ὄντι. Colore… … Hofmann J. Lexicon universale
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek